19 November 2006

 

Μουσική για Ορχήστρα ΙΙ



Claudio Monteverdi

Ο Claudio Monteverdi γεννήθηκε στην Κρεμόνα το 1567 και πέθανε στη Βενετία το 1643. Πολύ νέος, περίπου το 1586, προσλήφθηκε από τον ηγεμόνα της Μάντοβας Βιντσέντσο Γκοντσάγκα στην αυλή του σαν τραγουδιστής και ερμηνευτής εγχόρδων. Οι Γκοντσάγκα (Gonzaga) ήσαν λάτρεις των Καλών Τεχνών. Ο πατέρας του Βιντσέντσο, Γουλιέλμος, έκτισε την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας (για την οποίαν ο Παλεστρίνα συνέθεσε μία Λειτουργία και δύο μοτέτα) ενώ επίσημο μουσικό στην αυλή του είχε διορίσει τον Γιακς ντε Βερτ. Σπουδαία, εξάλλου, ήταν και η συλλογή πινάκων του με έργα των Μαντένια, Ρούμπενς κ.ά.


Ο Βιντσέντσο προσπάθησε να διατηρήσει την παράδοση του πατέρα του σε σχέση με τις τέχνες. Η αδυναμία του όμως στο ωραίο φύλο και το πάθος του για την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου των αλχημιστών ήσαν τα αίτια της κατασπατάλησης τεράστιων χρηματικών ποσών, κάτι που τον έκανε ιδιαίτερα δύσκολο στις οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι των εργαζόμενων στην αυλή του. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η ζωή του Μοντεβέρντι στη Μάντοβα κάθε άλλο παρά άνετη ήταν. Παρά ταύτα όμως η χρονική περίοδος διαμονής του στη Μάντοβα υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική.

Στην αυλή των Γκοντσάγκα ήλθε σε επικοινωνία με το έργο μεγάλων καλλιτεχνών όπως του μουσικού Γιακς ντε Βερτ, του ποιητή Τουρκουάτο Τάσο, του Ρούμπενς και άλλων ενώ σ’ ένα ταξίδι του στη Φλάνδρα γνώρισε τα έργα του Κλοντ λε Ζεν. Αυτό όμως που κυρίως επηρέασε τη μουσική του σκέψη ήταν η εισαγωγή στη σύνθεση του μπάσο κοντίνουο που είχε καθιερώσει, προς τα τέλη του 16ου αιώνα η Φλωρεντινή Καμεράτα, ένας σημαντικός κύκλος μουσικών και ποιητών που πίστευαν ότι η μουσική της εποχής των έπρεπε να αναθεωρήσει κάποιες αρχές της και να γίνει πιο απλή και πιο εκφραστική όπως ήταν η μουσική των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων.

Προϊόν αυτής της πεποίθησης ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη της πολυφωνίας και η ανάπτυξη της μονωδίας, δηλαδή της μουσικής σύνθεσης που αναπτύσσεται με μία μόνο μελωδία. Η καλλιέργεια όμως της μονωδίας απαίτησε, στην πορεία της τη σύνθεση αρμονικών συνηχήσεων μέσα από τις οποίες καθιερώθηκε το μπάσο κοντίνουο (basso continuo, συνεχές βάσιμο) στο οποίο οι συνθέτες, έχοντας μόνο μία γραμμή μπάσου, αυτοσχεδίαζαν τις άνω νότες κάθε συγχορδίας.

Ο Μοντεβέρντι, ώριμος πια μουσικός αφού είχε ολοκληρώσει τα πρώτα τρία βιβλία των μαδριγαλίων του, συνόδευσε τον Βιντσέντσο στη Φλωρεντία με την ευκαιρία των γάμων του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου του Δ' με την Μαρία των Μεδίκων. Εκεί παρακολούθησε την όπερα «Ευρυδίκη» του Τζάκοπο Πέρι και ήλθε σε άμεση επαφή με τη συνθετική τεχνοτροπία της Φλωρεντινής Καμεράτας.

Μετά την επιστροφή του στη Μάντοβα ασχολήθηκε με την ολοκλήρωση του τέταρτου και του πέμπτου βιβλίου των μαδριγαλίων του και, μετά από προτροπή του Βιντσέντσο, με τη σύνθεση της όπερας «Ορφέας». Ο μύθος του Ορφέα, που με τη μουσική και το τραγούδι απέτρεπε το κακό, υπήρξε και για τους Φλωρεντινούς συνθέτες μία πηγή αναζήτησης στις μουσικές τους εμπνεύσεις.

Για τον Μοντεβέρντι όμως, σ’ εκείνη τη φάση της ζωής του που αγωνιούσε για την εξέλιξη της ασθένειας της αγαπημένης του συζύγου, της Κλαούντια, η σύνθεση του «Ορφέα» ήταν η δική του προσωπική μάχη με το θάνατο, με όπλο του μοναδικό τη μουσική του έμπνευση.

Και μπορεί μεν να μην απέτρεψε το θάνατο της Κλαούντιας, το αποτέλεσμα όμως του πάθους και της μεγαλοφυΐας του ήταν μία από τις λίγες δραματικές όπερες της εποχής του Μπαρόκ που υλοποιούσε απόλυτα τις αντιλήψεις της Φλωρεντινής Καμεράτας ολοκληρώνοντας, εκτός των άλλων, την τεχνική του ρετσιτατίβο (που πρώτος είχε χρησιμοποιήσει ο Τζάκοπο Πέρι στην όπερα) και κάνοντας άριστη χρήση των μουσικών οργάνων (βιολιά, τροπέτες, άρπα) ανάλογα με τη δραματικότητα της κάθε σκηνής.

Λίγο αργότερα, με την ευκαιρία των γάμων του Φραντζίσκο, γιου του Βιντσέντσο, με την πριγκίπισσα Μαργαρίτα της Σαβοΐας, ο Μοντεβέρντι συνέθεσε την όπερα «Αριάδνη». Από το μοναδικό διασωζόμενο κομμάτι της, τον «Θρήνο της Αριάδνης» (Lamento dAriana) εύκολα συνάγεται ότι επρόκειτο για ένα ακόμα αριστούργημά του, όπως εξάλλου και το επόμενο έργο του «Ο χορός των αχάριστων» (Il ballo delle ingrate).

Με τις όπερες αυτές και τα πέντε πρώτα βιβλία των μαδριγαλίων του κλείνει, ουσιαστικά, ο κύκλος της διαμονής του Μοντεβέρντι στη Μάντοβα. Το 1613 ζητά από τον Φραντζίσκο Γκοντσάγκα, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον θανόντα πατέρα του, να τον απαλλάξει από τα καθήκοντα του μουσικού της αυλής του και του ναού της Αγίας Βαρβάρας και διορίζεται αρχιμουσικός στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, ένα σπουδαίο κέντρο μουσικής της εποχής εκείνης φτιαγμένο από τον Αντριάν Βιλαέρτ που από το 1527 (ήδη, δηλαδή, πριν ένα αιώνα) είχε καθιερώσει την εκκλησία αυτή σαν σχολή μουσικής σύνθεσης και εκτέλεσης, ένα έργο και μία παράδοση που, μετά τον Βιλαέρτ, συνέχισαν οι μαθητές του Αντρέα και Τζιοβάνι Γκαμπριέλι.

Στην Βενετία, ο Μοντεβέρντι βρήκε τις συνθήκες μιας απόλυτης ελευθερίας που του επέτρεψε να δημιουργήσει χωρίς εξάρτηση (κάθε είδους) από μία μόνο οικογένεια, όπως συνέβαινε στη Μάντοβα. Το 1614 εξέδωσε το έκτο βιβλίο των μαδριγαλίων του και στη συνέχεια μεγάλο αριθμό διαφόρων μουσικών συνθέσεων, πολλές των οποίων, δυστυχώς, δεν διεσώθησαν.

Ξεπέρασε, πολύ ενωρίς, τους ακαδημαϊκούς κανόνες που επέβαλε η εποχή του και, ιδιαίτερα η Φλωρεντινή Καμεράτα δίδοντας έκφραση στο ηχόχρωμα των μουσικών οργάνων και συνδέοντας στενότατα το λόγο με τη μουσική σε βαθμό που η παράδοση του «μιλώ τραγουδώντας» (favellar cantando) να φαντάζει πλέον μουσειακής αντίληψης.

Αποκορύφωμα αυτής της νέας αντίληψης σύνθεσης ήταν η καντάτα «Η μάχη του Ταγκρέδου και της Κλορίντα» που πρωτοπαρουσιάσθηκε, κατά παραγγελία του άρχοντα Μοτσενίγκο, στο καρναβάλι της Βενετίας, το 1624, για να περιληφθεί αργότερα, το 1638, στο όγδοο βιβλίο των μαδριγαλίων του συνθέτη, τα «Μαδριγάλια του πολέμου και του Έρωτα». Στο αριστούργημα αυτό, που οικοδομήθηκε πάνω σε οκτάστιχη ποίηση του Τουρκουάτο Τάσο, η μουσική υποδύεται με απαράμιλλη τεχνική το θόρυβο των σπαθιών στη μάχη και κάθε λέξη που τραγουδιέται αποδίδει, με τη βοήθεια των μουσικών οργάνων, το μέγιστο της εκφραστικότητάς της.

Οι απόψεις της Φλωρεντινής Καμεράτας δεν άφησαν ανεπηρέαστη την εκκλησιαστική μουσική της Βενετίας, γεγονός που δεν μπορούσε να αγνοήσει ο Μοντεβέρντι ως αρχιμουσικός της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου. Έτσι, σταδιακά, στις σχετικές συνθέσεις του, εγκαταλείπει την πολυφωνία χωρίς συνοδεία οργάνων, υιοθετώντας απόλυτα το συνεχές βάσιμο για μία ή περισσότερες φωνές, όπως και κάποιες τεχνικές εμπνευσμένες από τα πολυχορωδιακά μοτέτα του Γκαμπριέλι.

Το έργο του Selve morale spiritual (1640) συγκεράζει με τρόπο αξιοθαύμαστο νεότερες και παλαιότερες τεχνικές σύνθεσης με εμφανή, σε ορισμένα τμήματά του, την επιρροή της παλαιάς αντίληψης του Παλεστρίνα. Η Βενετία του 17ου αιώνα ήταν, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής, η περισσότερο ελεύθερη στη δημιουργία πόλη της Ιταλίας, με σταθερό προσανατολισμό και προς την κοσμική (παράλληλα με τη θρησκευτική) μουσική.

Το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα εγκαινιάσθηκαν, στην πόλη αυτή, ιστορικά θέατρα όπως το «Σαν Κασιάνο», το «Σαν Μοϊζέ» και το «Σαν Τζιοβάνι και Πάολο» και οι μουσικές παραστάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Για το τελευταίο αυτό θέατρο ο Μοντεβέρντι συνέθεσε δύο, διασωζόμενα, μελοδράματα, την «Επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» (1640) και τη «Στέψη της Ποππαΐας» (1642) που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του μεγάλου δημιουργού. Μετά το θάνατό του στη Βενετία, το 1643, δημοσιεύθηκε το ένατο βιβλίο των μαδριγαλίων του στο οποίο περιλαμβάνεται και το δημοφιλέστατο «Ζέφιρο Τόρνα».

Ο Μοντεβέρντι υπήρξε μία μεγαλοφυΐα της μουσικής σύνθεσης, όπως οι σύγχρονοί του Ρέμπραντ, Ρούμπενς και Καραβάτζιο της ζωγραφικής τέχνης. Μπόρεσε, στο έργο του, να συγκεράσει ακραία ανόμοια στοιχεία και να δημιουργήσει σύνολα μουσικής έκφρασης απαράμιλλης τεχνικής τελειότητας που προκαλούσαν, ύψιστη πνευματική ανάταση στους ακροατές της. Με το έργο του αλλάζει η ιστορική εξέλιξη της μουσικής που εγκαταλείπει πια την Αναγεννησιακή φάση για να περάσει αμετάκλητα στην εποχή του Μπαρόκ.

του Δρ. Αντωνίου Καμμά
Ιατρού, Καθηγητή ΤΕΙ
(συνεχίζεται)








<< Home

Isn't yours?

(Πίνακας Περιεχομένων)





Ώρα Ελλάδας
και υπολογιστή:


..Monitors: