01 December 2006

 

Wolfgang Amadeus Mozart

...
Ο Β.Α. Μότσαρτ που γεννήθηκε στις 27-1-1756 στο Ζάλτσμπουργκ (Salzburg) και πέθανε στις 5-12-1791 στη Βιέννη (Wien), σε ηλικία 35 ετών, είναι ένας από τους κορυφαίους συνθέτες μουσικής που παρουσιάστηκαν στην ιστορία αυτής της τέχνης. Μαζί με τον Joseph Haydn και τον Ludwig van Beethoven αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου «βιενέζικου κλασικισμού».

 Ο Μότσαρτ διδάχθηκε από τον πατέρα του Leopold από το τέταρτο έτος της ηλικίας του (αρχικά μουσική, αργότερα και άλλα μαθήματα) και παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Maria Anna, σαν ένα «παιδί θαύμα» (για πρώτη φορά το 1761 στο Salzburg). Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ένα νεότερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Passau και Linz στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, στην οποία και ανακοίνωσε ότι όταν μεγαλώσει θα την παντρευτεί! Η αυτοκράτειρα του χάρησε ένα παιδικό κοστούμι, με το οποίο απαθανατίστηκε στο διπλανό πίνακα.

Από τον Ιούνιο 1763 έδωσε ο Μότσαρτ συναυλίες στο Παρίσι και στο Λονδίνο, καθώς και ως προσκεκλημένος πολλών Γερμανών ηγεμόνων. Ένα ακόμα ταξίδι στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο του 1764 και από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1765 βρισκόταν και πάλι στο Λονδίνο. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία στο νεαρό συνθέτη να συναντηθεί με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Johann Christian Bach, ένας από τους γιους του μεγάλου Johann Sebastian Bach, o οποίος και επηρέασε σημαντικά τον Μότσαρτ στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Μότσαρτ. Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του ταξιδιού στο Παρίσι δεν έγινε δυνατόν να επαναληφθεί σε νεότερα ταξίδια του.

Ο Μότσαρτ είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γεννέτειράς του: Συνέθεσε για το Πανεπιστήμιο την όπερα «Apollo und Hyacinthus» και την πρώτη πράξη του ορατόριου «Die Schuldigkeit des ersten Gebots». Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτ. 1767 μέχρι Ιαν. 1769) διηύθηνε μεν ο Μότσαρτ με επιτυχία μία «Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο» και παρουσίασε την όπερα «Bastien und Bastienne» στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην αυτοκρατορική Αυλή. Επίσης η όπερά του «La finta semplice» δεν έγινε δεκτό να ανέβει στην Αυλή, αν και την υποστήριξε ο C.W.Gluck (αυτή η όπερα παρουσιάστηκε το 1769 στο Salzburg).

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Salzburg ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής συναυλιών στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Salzburg. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για καλλιτεχνική περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής: σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες (, ), μετά από πρόσκληση εύπορων ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής φυσικά. Ο Μότσαρτ συνάντησε σ'αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Gluck απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα βαθμό χαμηλότερα).

Τον Οκτώβριο του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μιλάνο η όπερα «Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου» (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκινάει πάλι από το Salzburg για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο «La betulia liberata» (για την Πάδοβα) και η σερενάτα «Ascanio in Alba» (για το Μιλάνο). Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Μότσαρτ στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια του οποίου παρουσιάστηκε η όπερα «Lucio Silla» στο Μιλάνο.


Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιού από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο επίσκοπος- πρίγκιπας του Salzburg, Sigismund von Schrattenbach. Ο νέος εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, Hieronymus Graf Colloredo, για του οποίου την ενθρόνηση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο «Il sogno di Scipione», δεν ήταν ένας ηγεμόνας με νοοτροπία του Μπαρόκ, όπως ο Schrattenbach, αλλά εκπρόσωπος του Διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του ζοζεφινισμού (από το όνομα του αυτοκράτορα Josef).

Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Salzburg διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο την συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Joseph Haydn στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιενέζικου κλασικισμού (). Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Salzburg.


Το Σεπτέμβριο 1777 είχε τσακωθεί ο Μότσαρτ για άλλη μια φορά με τον επίσκοπο του Salzburg και ήλπιζε να πάρει μία θέση στο Μόναχο, όπου ήταν ήδη γνωστός από την παρουσίαση της όπεράς του la finta giardiniera. Στις 29 Σεπτεμβρίου στήθηκε στο παλάτι από το φίλο του αυλικό Wotschicka σε σημείο που θα πέρναγε ο μουσικόφιλος ηγεμόνας Max Joseph III. O Μότσαρτ περιγράφει σε επιστολή του τη συνάντηση και τη συζήτηση που ακολούθησε και η οποία δείχνει πόσο πιεσμένος ήταν να βρει μια δουλειά και να εγκαταλείψει το Salzburg:

«... στις 10 με οδήγησε ο κ. Wotschicka σε ένα στενό δωματιάκι, απ' όπου θα πέρναγε η Μεγαλειότητά του για να πάει από το κυνήγι στη Λειτουργία. Ο κόμης Seau (σημ.: διευθυντής της όπερας του Μονάχου) πήγαινε μπροστά και όταν με είδε, με χαιρέτησε πολύ φιλικά και φώναξε:
-Στις διαταγές σας φίλτατε Mozart!

Από πίσω ερχόταν ο άρχοντας, στον οποίο είπα:
-Να μου επιτρέψει η Μεγαλειότητά σας να πέσω στα πόδια της και να της προσφέρω τις υπηρεσίες μου.

Μου λέει:
-Τελείωσες με το Salzburg;
-Μάλιστα Μεγαλειότατε, τελείωσα!
-Γιατί έφυγες, τσακωθήκατε; (σημ.: εννοεί τις αντιδικίες του Μότσαρτ με τον επίσκοπο)
-Ναι, δυστυχώς μεγαλειότατε, ζήτησα μία άδεια για ταξίδι και μου την απέρριψε, οπότε ήμουν αναγκασμένος να κάνω αυτό το πράγμα, αν και είχα από καιρό σκοπό να ακολουθήσω αυτό το δρόμο. Το Salzburg δεν είναι μέρος για μένα, σίγουρα δεν είναι!

Λέει ο ηγεμόνας:
-Αχ θεέ μου, ένας νέος άνθρωπος! Αλλά ο πατέρας είναι ακόμα εκεί;
-Μάλιστα Μεγαλειότατε, πέφτει στα πόδια σας! 'Ημουν 3 φορές στην Ιταλία, έχω συνθέσει 3 όπερες, είμαι μέλος της Ακαδημίας της Μπολόνια, πέρασα μία δοκιμασία σε μία ώρα, για την οποία πολλοί μαέστροι εργάστηκαν και ίδρωσαν 4 με 5 ώρες. Αυτά αρκούν για να βεβαιωθείτε ότι μπορώ να υπηρετήσω σε κάθε Αυλή. Μοναδική επιθυμία μου όμως είναι να υπηρετήσω εσάς Μεγαλειότατε που είστε ο ίδιος ένας μεγάλος ...
- Αχ, αγαπητό μου παιδί, δεν υπάρχει κάποιο κενό (keine vacatur), λυπάμαι, αν υπήρχε κάποιο κενό ...
- Σας βεβαιώνω Μεγαλειότατε θα τιμήσω σίγουρα το Μόναχο ...
- Ναι αλλά δεν έχουν νόημα αυτά, εφόσον δεν υπάρχει κενό.

Τα τελευταία τα είπε περπατώντας, οπότε αποχαιρέτησα με τον απαιτούμενο σεβασμό ...»

Φυσικά ο Max Joseph δεν είχε κανένα λόγο να έρθει σε σύγκρουση με τον επίσκοπο του Salzburg, αλλά και δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι είχε μπροστά του τη μουσική ιδιοφυΐα της χιλιετίας. Αν είχε προσλάβει τον Μότσαρτ στις υπηρεσίες του, θα μετέτρεπε το Μόναχο σε μουσικό κέντρο και τον εαυτό του σε σημαντικότερο χορηγό της εποχής του.

Το ταξίδι για το οποίο τσακώθηκε ο Μότσαρτ με τον επίσκοπο, ήταν αυτό στο Παρίσι (Σεπτ. 1777 μέχρι Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη. Το ταξίδι αυτό στάθηκε σημαδιακό για τη ζωή του Μότσαρτ: πέρα από το γεγονός ότι έχασε τη θέση του στην Αυλή του Salzburg, αφενός πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1778 η μητέρα Μότσαρτ, η οποία συνόδευε και φρόντιζε το γιο της, αφετέρου δεν προέκυψε η επιθυμητή καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν με τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή.

Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του στην Αυλή του επισκόπου στο Salzburg, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταχτεί στο πρωτόκολο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα! Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα «Idomeneo» (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.

Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σ' ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εδώ είναι το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και μπορεί να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς - περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε ως διοργανωτής συναυλιών, ως βιρτουόζος πιανίστας αλλά και ως μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες), ως μαέστρος και ως σημαντικός συνθέτης. 'Ενα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απετέλεσε η επιτυχία του με την όπερα «Η απαγωγή από το σεράι» τον Ιούλιο του 1782.

Το ίδιο αυτό έτος παντρεύτηκε ο Μότσαρτ με την Konstanze Weber, νεότερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Aloysia. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της συγκρούσεως του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 συνέθετε ο Μότσαρτ κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (), ανάμεσά τους και τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Joseph Haydn. Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιενέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα (, ).


Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Lorenzo da Ponte, περίπου από το 1784/85, μετατοπίζει το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του μεγάλου συνθέτη προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν πολύ παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο da Ponte απάντησε στον αυτοκράτορα Ιωσήφ, όταν ρωτήθηκε πόσα σενάρια για όπερες είχε γράψει μέχρι τότε, αποστομωτικά: «Κανένα, Μεγαλειότατε!» Το 1785/86 ανέβηκε η όπερα «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (, ), το 1787 «Ο Don Giovanni» (). Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα.

Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Οθωμανούς και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε παρακμή. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του da Ponte δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδός του πρίγκηπα Lichnowsky, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις 3 όπερες του da Ponte, «Cosi fan tutte (Έτσι κάνουν όλες)». Με την τιμητική ανάθεση της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του Leopold II, βρήκε ευκαιρία να συνδέσει ο Μότσαρτ την παραδοσιακή όπερα του μπαρόκ με τα σύγχρονα ρεύματα - μία προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα «Μαγικός Αυλός» που ανέβηκε περίπου παράλληλα σε λαϊκό θάτρο, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου παροέκυψε μία δραματική επιδείνωση, η οποία τελικά τον οδήγησε στο θάνατο. Το Requiem (), μία παραγγελία του κόμητα F. Walsegg-Stuppach, έμεινε ημιτελές και αποτελεί το τελευταίο έργο στον κατάλογο Koechel- Verzeichnis. Με εντολή της χήρας Konstanze ανέλαβαν να ολοκληρώσουν το έργο, αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο F. X. Suessmayer. Mέχρι σήμερα εκτελείται συνήθως αυτή η μορφή του έργου.

Ο Μότσαρτ άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: Τον Karl (1784-1858), ο οποίος όρισε το Mozarteum του Salzburg ως γενικό κληρονόμο του, και τον Wolfgang (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς. Ο μεγάλος συνθέτης Β.Α. Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά σε ένα μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.


Ήδη στην παιδική του ηλικία έδειξε ο Μότσαρτ ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, ένα από τους καλύτερους παιδαγωγούς μουσικής της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δρατηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα να έχει ο Μότσαρτ διαρκώς ορισμένα προβλήματα π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Joseph Haydn και το φιλόμουσο ευγενή G. van Swieten, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Friedrich Haendel, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις.


Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, συνέθετε ο Μότσαρτ τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη όμως ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία «από το μυαλό», αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)




Η Martha Argerich παίζει το κοντσέρτο Νο. 20
για πιάνο και ορχήστρα του Μότσαρτ


Mozart Piano Concerto No.20 1st mov Pt.1 of 2



Mozart Violin Concerto no.1 III



Argerich plays Mozart Piano Concerto No.20 2nd mov.






<< Home

Isn't yours?

(Πίνακας Περιεχομένων)





Ώρα Ελλάδας
και υπολογιστή:


..Monitors: