29 May 2007
Το όμποε I
Ιστορικά και Τεχνικά Στοιχεία
Όμποε ονομάζονταν καταρχάς όλα τα ξύλινα πνευστά όργανα με διπλό γλωσσίδι, τα οποία είναι με το ένα ή το άλλο όνομα πολύ διαδεδομένα σε όλους τους λαούς. Ειδικότερα με αυτό το όνομα χαρακτηρίζεται το κύριο όργανο της ομάδας των ξύλινων πνευστών της ορχήστρας πού αποτελεί το σοπράνο όργανο της ευρύτερης ομάδας των όμποε (οξύαυλος). Στη σύγχρονη εκδοχή του το όργανο αυτό έχει ένα μήκος περί τα 59 cm και είναι λυόμενο σε τρία κομμάτια, το άνω τμήμα με την κεφαλή, το κάτω τμήμα και την καμπάνα. Στην κεφαλή τοποθετείται το διπλό γλωσσίδι, το οποίο από μόνο του βγάζει ένα τσιριχτό ήχο (). Ο χαρακτηριστικός ήχος του οργάνου δημιουργείται με τη διέγερση του ηχητικού σωλήνα του ().
Το όμποε κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο, έβενο ή και από πλαστικό, με στενή κωνική διάτρηση και μία καμπάνα που διευρύνεται ελαφρά. Επάνω του είναι εγκαταστημένο ένα πολύπλοκο σύστημα από τάπες και μοχλούς.
Το όμποε κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε σε γαλλικές ορχήστρες περί το 1660 και λίγα χρόνια μετά στην Αγγλία. Μετά το 1700 χρησιμοποιείται σ' όλη την Ευρώπη. Αρχικά είχε το όμποε 6+1 οπές και 2 τάπες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα βελτιώθηκε αυτό το όργανο στο γερμανόφωνο χώρο και εφοδιάστηκε με καινούργιες τάπες και με μοχλούς.
Παράλληλα εξελίχθηκε το γαλλικό μοντέλο του Conservatoir, το οποίο σταδιακά διαδόθηκε και χρησιμοποιείται σ' όλες τις ορχήστρες της Ευρώπης, με εξαίρεση της Φιλαρμονικής της Βιέννης, η οποία χρησιμοποιεί την παραδοσιακή γερμανική εκδοχή του οργάνου. Το σημερινό όμποε έχει 18 κλειδιά και 4 οπές ακάλυπτες ή καλυμμένες.
'Ηδη κατά το 18ο αιώνα ανέθεσαν οι συνθέτες στους ομποΐστες σολιστικά καθήκοντα για εκτέλεση έργων συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου. Από το 1760 περίπου καθιερώθηκε να συμμετέχουν 2 όμποε στην ομάδα των ξύλινων πνευστών - αν και αρχικά οι ομποΐστες έπρεπε να παίζουν και το κλαρινέτο. Αν και κατά το 19ο αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των όμποε στην ορχήστρα σε 3 ή περισσότερα, όπου συχνά ένα εξ αυτών είναι το αγγλικό κόρνο (βλέπε επόμενα), το όμποε έχασε τον αποκλειστικό σολιστικό του ρόλο, γιατί δεν διαθέτει τη δυνατότητα διαφοροποιήσεων στην ένταση και στο ηχόχρωμα, όπως π.χ. το κλαρινέτο.
Άλλοι τύποι όμποε που χρησιμοποιούνται μόνο σε παραδοσιακές εκτελέσεις είναι το oboe da caccia («κυνηγετικό», αν και δεν είχε σχέση με το κυνήγι) και το oboe d' amore. Το πρώτο αποτελεί τον τενόρο συγγενή του (σοπράνο) όμποε και τον πρόγονο του αγγλικού κόρνου (βλέπε επόμενα), το δεύτερο παίζει μία μικρή τρίτη χαμηλότερα από το όμποε της ορχήστρας. Και τα δύο αυτά όργανα ήταν δημοφιλή την εποχή του μπαρόκ, αλλά εγκαταλείφθηκαν με το τέλος του 18ου αιώνα.
Για τους ομποΐστες αποτελεί περίπου ιεροτελεστία η επεξεργασία του καλαμιού για να κατασκευαστεί το διπλό γλωσσίδι του οργάνου τους. Η εργασία αυτή σε εικόνες παρουσιάζεται με πάτημα εδώ.
Κλίμακες και Ήχοι
Το όμποε έχει ένα λεπτό, διαυγή, εκφραστικό και ευέλικτο ήχο που περιέχει υψηλές αρμονικές, με κάπως ένρινο και μάλλον παραπονιάρικο τόνο (). Μερικές φορές ακούγεται όμως με θριαμβευτικό στακάτο (), παιχνιδιάρικα () ή και νοσταλγικά ().
O ήχος του εκτείνεται συνολικά σε κάτι παραπάνω από 3 οκτάβες (), από αυτές όμως μόνο περίπου 2½ οκτάβες ανήκουν στην περιοχή άριστης αποδόσεως (, ). Με τον τόνο λα () του όμποε (440 Hz, ) συντονίζονται όλα τα όργανα της ορχήστρας. Ο ανειδίκευτος ακροατής δεν μπορεί να ξεχωρίσει εύκολα τον ήχο του oboe d' amore () που παίζει μία τρίτη κάτω από το όμποε της ορχήστρας.
Στο κουιντέτο για πιάνο και πνευστά, KV 452, του Μότσαρτ παίζει το όμποε το θέμα (). Στο δεύτερο μέρος (adagio assai) της 3ης συμφωνίας του Μπετόβεν παίζει το όμποε το πένθιμο θέμα (). Στο δεύτερο μέρος (andante) της 6ης συμφωνίας του ίδιου συνθέτη δημιουργείται «διάλογος» του όμποε και του φλάουτου (). Το ίδιο συμβαίνει στη συμφωνία κοντσερτάντε του Moscheles () και στη σουίτα Peer Gynt του Grieg (). Χαρακτηριστική παρουσία έχει το όμποε επίσης στο andante της 9ης συμφωνίας του Σούμπερτ (), καθώς και στη σουίτα L' Arlesienne του Μπιζέ ().
Στην όπερα Freischuetz του Βέμπερ παίζει το όμποε στο Tραγούδι της Αννούλας παραλλαγές του θέματος (, , ). Στην οπερέτα H νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους παίζει αρχικά το όμποε το κυρίως θέμα και στη συνέχεια το επαναλαμβάνει το φλάουτο, ενώ τα έγχορδα και τα φαγκότα συνοδεύουν με χορευτικούς ρυθμούς (). Στο κοντσέρτο για τσέλο του Ντβόρζακ (). Ο ίδιος συνδυασμός οργάνων ακούγεται στο ντουέτο του συνοδεύεται το σόλο όργανο από το όμποε Μπότσα ().
Στη Λίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόσφσκυ παίζεται το εισαγωγικό θέμα από το όμποε, σαν νοσταλγικό τραγούδι με τρυφερή θλίψη (). Στο τρίτο μέρος της πρώτης συμφωνίας του Μάλερ παίζουν τα κοντραμπάσα τον πένθιμο βηματισμό και από πάνω ακούγεται το όμποε (). Στη σουίτα Le tombeau de Couperin του Ραβέλ αναπτύσσεται στο μενουέτο ένα θέμα από το όμποε, το οποίο παραλαμβάνεται στη συνέχεια από το φλάουτο (). Στο τέταρτο μέρος της ίδιας σουίτας παραλαμβάνουν το θέμα του όμποε το φλάουτο και ύστερα το κλαρινέτο (). O ίδιος συνθέτης χρησιμοποιεί στο Bolero το oboe d' amore που παίρνει εδώ τη μελωδία από το φαγκότο ().
Στις χώρες της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής όργανο αντίστοιχο του όμποε είναι ο ζουρνάς (πίπιζα, καραμούζα) που καλύπτει όμως περιορισμένη έκταση ήχων (). Η χρήση του ζουρνά περιορίστηκε στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία με τη διάδοση του κλαρίνου από τις μπάντες του οθωμανικού στρατού και τους τσιγγάνους. Το όμποε χρησιμοποιείται και σε πολλά έργα της νεοελληνικής μουσικής με συμφωνική συγκρότηση, εδώ στο έργο Δωδεκανησιακή σουίτα του Γιάννη Κωνσταντινίδη () και στο Ταξίδι στα Κύθηρα της Ελένης Καραΐνδρου (). Στο έργο Αιωνιότητα και μια μέρα της πολύ καλής Ελληνίδας συνθέτριας ακούγεται το όμποε απόμακρο ().
W.A.Mozart: Κοντσέρτο για όμποε KV 314
Όμποε παίζει ο Heinz Holliger
Labels: ξύλινα πνευστά