02 May 2007
Το φλάουτο I
...
Ιστορικά και Τεχνικά Στοιχεία
Ο σωλήνας του πλαγίαυλου είχε μέχρι το 17ο αιώνα συνήθως 6 οπές. Τάπες και κλειδιά τοποθετήθηκαν αρχικά από Γάλλους κατασκευαστές με τη δημιουργία του λυόμενου τύπου. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των οπών σε 8 και μετά το 1800 ακόμα περισσότερο. Το 1832 κατασκεύασε ο Th. Boehm ένα πλαγίαυλο με κωνική διάτρηση, στον οποίο οι οπές ήταν διαταγμένες αποκλειστικά με κριτήρια ακουστικά και όχι χειρισμού. Το 1847 ακολούθησε ο κυλινδρικός πλαγίαυλος με κεφαλή παραβολικής διάτρησης και βελτιωμένες τάπες, ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο, το 19ο αιώνα και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι για χρήση στην ορχήστρα σχεδόν αποκλειστικά από μέταλλο - κάποια μοντέλα είναι δε ασημένια ή επίχρυσα!.
Κλίμακες και Ήχοι
Στη συμφωνία κοντσερτάντε του Φρ. Ντεβιάν παίζουν σόλο το φλάουτο και το φαγκότο (
) και στο έργο Pan et les Oiseaux του Μουκέ συνοδεύεται το φλάουτο από την άρπα και ορχήστρα (
). Στην 9η συμφωνία του Μπετόβεν παίζουν τα έγχορδα με τα ξύλινα πνευστά το θέμα του adagio (
), το οποίο στη συνέχεια επαναλαμβάνουν τα φλάουτα και τα όμποε (
). Στο κοντσέρτο για τσέλο του Στ. Κουκουναρά παίζει το φλάουτο ένα θέμα και ακολουθούν με παραλλαγές το όμποε και το κλαρινέτο (
).
Ιστορικά και Τεχνικά Στοιχεία
Φλάουτο (λατ. flatus, ιταλ. flauto, αρχαία ελλην. αυλός) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στο σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες (φλογέρα από το αλβανικό flojere) και το λοξό φλάουτο (πλαγίαυλος, flauto traverso), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς. Η φλογέρα είναι διαδεδομένη στη δημοτική μουσική της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, ο πλαγίαυλος στη μουσική της Ανατολικής Ασίας (αναφορές ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ.) και της Δυτικής Ευρώπης (αποδεδειγμένα από το 12ο αιώνα μ.Χ.) Πλαγίαυλοι απεικονίζονται σε ρωμαϊκά και σε βυζαντινά γλυπτά.
Για την ακρίβεια, στη Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε από το Μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η φλογέρα. Από αυτή την εποχή και μετά διαδόθηκε ο πλαγίαυλος, ο οποίος και χρησιμοποιείται σήμερα τελειοποιημένος ως όργανο της ορχήστρας. Μέχρι περίπου τα μέσα του 17ου αιώνα ο σωλήνας του πλαγίαυλου ήταν ενιαίος με κυλινδρική διάτρηση. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε, αρχικά στη Γαλλία, ένας τύπος που «σπάει» σε τρία τμήματα, την κεφαλή, το μεσαίο τμήμα και τη βάση. Από αυτά, η κεφαλή είχε κυλινδρική διάτρηση, ενώ τα άλλα μέρη μία αντίστροφη κωνική. Ο λυόμενος τύπος πλαγίαυλου εξυπηρετεί την ακρίβεια στη διάτρηση και τη διόρθωση του ήχου με παρεμβολή μεσαίων τμημάτων διαφορετικού μήκους.

Περιγράφοντας την εξέλιξη του φλάουτου και των άλλων οργάνων σ' αυτή την εφαρμογή είναι πιθανόν να νομιστεί ότι τα όργανα της ορχήστρας βελτιώθηκαν σε 3-4 στάδια από μερικούς ικανούς οργανοποιούς και πήραν γρήγορα την τελική μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πραγματικότητα έχουν συμμετάσχει στη βελτίωση αυτών των οργάνων στη διάρκεια μισής χιλιετίας εκατοντάδες οργανοποιοί, καθένας από τους οποίους έχει βελτιώσει τη μία ή την άλλη λεπτομέρεια ή έχει κατασκευάσει ένα εξ αρχής νέο όργανο, το οποίο άλλοι νεότεροι βελτίωσαν αργότερα. Στον πίνακα που παρουσιάζεται με πάτημα εδώ δίνονται πάνω από 1000 οργανοποιοί που συνέβαλαν σε μία περίοδο 500 ετών στην κατασκευή και βελτίωση του φλάουτου.
O πλαγίαυλος έχει ήχο μαλακό, διαυγή, γλυκό και ήπιο (
), γιατί απουσιάζουν ανώτερες αρμονικές. O ήχος του εκτείνεται συνολικά σε περισσότερες από 3 οκτάβες (
), από αυτές όμως μόνο 2½ οκτάβες περίπου ανήκουν στην περιοχή άριστης αποδόσεως (
,
). O Γ.Σ.Μπαχ χρησιμοποιεί στο 5ο βρανδεμβούργιο κοντσέρτο για πρώτη φορά πλαγίαυλο (
), αντί του φλάουτου με ράμφος που συνήθιζε. Περίπου από το 1770 ανήκει το φλάουτο στη βασική συγκρότηση των ξύλινων πνευστών της ορχήστρας - αν και ο Μότσαρτ δηλώνει ότι αντιπαθεί αυτό το όργανο. Στην ορχήστρα παίζει στο ύψος των βιολιών (
), συχνά δε εναλλάσσεται με αυτά (
) ή έρχεται σε «διάλογο» με άλλα πνευστά, π.χ. με το όμποε στην 6η συμφωνία του Μπετόβεν (
), στη συμφωνία κοντσερτάντε του Μόσελες (
) και στη σουίτα Peer Gynt του Γκριγκ (
) ή με το κλαρινέτο σε κοντσέρτο του Ντάντσι (
).











Στη συμφωνία κοντσερτάντε του Φρ. Ντεβιάν παίζουν σόλο το φλάουτο και το φαγκότο (





Στο adagio (KV 617) του Μότσαρτ παίζει το φλάουτο με γυάλινη αρμόνικα, όμποε, βιόλα και βιολοντσέλο (
). Στο 3ο από τα τέσσερα κουαρτέτα του ίδιου συνθέτη παίζει το φλάουτο με το τσέλο (
) και στο 4ο με τη βιόλα και το τσέλο (
). Σ' ένα κουαρτέτο του Σούμπερτ παίζει το φλάουτο με βιόλα και τσέλο, ενώ συνοδεύεται από κιθάρα (
). Στο φινάλε της 4ης συμφωνίας του Μπραμς, το φλάουτο αναπτύσσει ένα θέμα (
), το οποίο στη συνέχεια παραλαμβάνεται από το όμποε (
). Στην οπερέτα Η νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους παίζει αρχικά το όμποε το κυρίως θέμα και στη συνέχεια το επαναλαμβάνει το φλάουτο, ενώ τα έγχορδα και τα φαγκότα συνοδεύουν με χορευτικούς ρυθμούς (
). Ο Τσαϊκόφσκυ χρησιμοποιεί στα έργα του συνήθως 3 φλάουτα, εδώ ένα απόσπασμα από τον Kαρυοθραύστη (
). Το επόμενο κομμάτι είναι σύνθεση άγνωστου Ιάπωνα μουσικού και παίζει το φλάουτο με άρπα (
). Το φλάουτο χρησιμοποιείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες όλο και συχνότερα σε κομμάτια μουσικής τζαζ (
), αλλά και στη σύγχρονη ελληνική έντεχνη (
,
) και τη δημοτική μουσική (
).













Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos
W.A.Mozart: Κουαρτέτο για φλάουτο KV285
Labels: ξύλινα πνευστά